- ζυγόταυρον
- ζῠγό-ταυρον, τό,A yoke, pair of oxen, PFlor.167.3, 256.3 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζυγόταυρον — ζυγόταυρον, τὸ (Α) πάπ. ζεύγος βοδιών, ζευγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + ταύρος] … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek